- πτώση
- Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή.
Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με ένα μεταβλητό στοιχείο που ενώνεται με το αμετάβλητο μέρος της λέξης (το οποίο αποτελείται από τη ρίζα ή το θέμα). Ο ορισμός αυτός της π. είναι σχεδόν ομόφωνα παραδεκτός: μόνο μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι πρέπει να διακρίνονται διάφορες π. ακόμα και όταν οι λέξεις σε μια ορισμένη γλώσσα δεν έχουν ειδικές καταλήξεις ικανές να υποδηλώσουν ξεχωριστές λειτουργίες των λέξεων μέσα στη φράση. Συνεπώς, σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να μιλάμε για π. π.χ. στη λατινική, όπου η δοτική Petr-ο διακρίνεται από την ονομαστική Petr-us, ενώ δεν επιτρέπεται να θεωρούμε ως π. την αγγλική δοτική to Peter, που η ονομαστική της είναι Peter. Οι μελετητές που υποστηρίζουν την επέκταση της έννοιας της π., παρατηρούν ότι ακόμα και σε γλώσσες όπως η λατινική, οι διάφορες π. ενός και του αυτού ουσιαστικού διαφέρουν πάντοτε στη μορφή η μία από την άλλη. Ισχύει ωστόσο η βασική διαφορά ότι, ενώ οι διακρίσεις μεταξύ των π. στο λατινικό μορφολογικό σύστημα στηρίζονται κυρίως στις τυπολογικές διακρίσεις, στα μορφολογικά συστήματα γλωσσών, όπως η αγγλική, οι διακρίσεις αυτές δεν ανευρίσκονται. Πάντως, ακόμα και στις γλώσσες με πτωτικές διακρίσεις, στις οποίες, εκτός από τη λατινική και την αρχαία ελληνική, ανήκουν επίσης η γερμανική, η ρωσική και η νεότερη ελληνική, καμιά π. δεν έχει μία μόνο ορισμένη λειτουργία: καθεμία από αυτές μπορεί να αναπτύξει διαφορετικές λειτουργίες που τα όριά τους δεν είναι πάντα σαφώς καθορισμένα. Εξάλλου, κατά την ιστορική εξέλιξη των διαφόρων γλωσσών, οι διακρίσεις μεταξύ των πτωτικών τύπων μπορούν να εξαφανιστούν. Ενώ στην αρχαία ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, π.χ., υπήρχαν οκτώ π. (ονομαστική, γενική, δοτική, αιτιατική, κλητική, αφαιρετική, τοπική, οργανική), πολλές ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που προήλθαν από αυτήν συμπεριφέρονται, ως προς το πτωτικό σύστημα, κατά διαφορετικό τρόπο. Η σανσκριτική διατηρεί ακέραιο τον αριθμό των πτωτικών τύπων, ενώ οι άλλες γλώσσες τον περιορίζουν, συγκεντρώνοντας σε έναν και τον αυτό τύπο δύο ή περισσότερες λειτουργίες που αρχικά εκφράζονταν με διαφορετικούς τύπους: έτσι η αρχαία ελληνική συγκέντρωνε στη δοτική π. και τις λειτουργίες της οργανικής και της τοπικής, και στη γενική τη λειτουργία της αφαιρετικής· η λατινική συγχώνευσε στην αφαιρετική και στην οργανική και την τοπική· οι γερμανικές γλώσσες έχουν συγχωνεύσει στη δοτική τις αρχικές π.: οργανική, τοπική και δοτική κλπ. Συχνά όμως, παράλληλα με αυτές τις θεμελιώδεις γλωσσικές εξελίξεις, παραμένουν, σαν λείψανα μιας αρχαίας γλωσσικής κατάστασης μερικές μεμονωμένες πτωτικές μορφές: μεμονωμένοι τύποι τοπικής π. στην αρχαία ελληνική (π.χ. οίκοι = στο σπίτι) και στη λατινική (π.χ. belli = στον πόλεμο), ενώ στις γερμανικές γλώσσες υπάρχουν μεμονωμένα ίχνη της οργανικής.
(Mουσ.) Aρμονικός τύπος με τον οποίο κλείνει ένα μουσικό θέμα. Γι’ αυτό περιλαμβάνεται στους κανόνες της αρμονίας και μπορεί να έχει διάφορα χαρακτηριστικά (τέλεια, ατελής, πλαγία κ.ά.), ανάλογα με την κατάληξη των ήχων στη μια ή στην άλλη βαθμίδα της κλίμακας.
(Μαθημ.). Η κίνηση προς τα κάτω ενός σώματος μέσα σε ένα πεδίο βαρύτητας, χωρίς να εμποδίζεται από το μέσο, που στην αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούσε ανωστικές δυνάμεις και θα επιβράδυνε την κίνηση εξαιτίας του ιξώδους του (π. ελεύθερη). Στο πεδίο βαρύτητας της Γης η πρότυπη τιμή για την επιτάχυνση της ελεύθερης π. g (συχνά λέγεται επιτάχυνση βαρύτητας) είναι: g = 9,80665 msec-2. Η επιτάχυνση g μεταβάλλεται ελαφρά με τη θέση πάνω στην επιφάνεια της Γης, εξαιτίας της μεγαλύτερης φυγόκεντρης επιτάχυνσης στον ισημερινό, της μεταβολής της απόστασης από το κέντρο της Γης και των τοπικών αποθέσεων ελαφρών ή βαρέων ορυκτών, ή των πλευρικών έλξεων που εξασκούνται από διάφορους ορεινούς σχηματισμούς. To g καθορίζεται με ακρίβεια από την περίοδο ταλάντωσης ενός εκκρεμούς, και για τις απόλυτες μεταβολές του ή τη σύγκριση των τιμών του από τόπο σε τόπο χρησιμοποιούνται ειδικά όργανα (βαρύμετρα). Σχετικά ακριβείς μετρήσεις, επίσης, των μεταβολών του g, που οφείλονται σε τοπικές ανωμαλίες, μπορούν να γίνουν με δυναμόμετρα βαρύτητας. Τα όργανα αυτά είναι τύποι ευαίσθητων δυναμόμετρων με ελατήριο, στα οποία μετριέται η μεταβολή βάρους μιας καθορισμένης μάζας.
* * *η / πτῶσις, -ώσεως, ΝΜΑ1. το να πέφτει κανείς ή κάτι, το πέσιμο (α. «πτώση χαλαζιού» β. «καὶ ἔπεσε [ἡ οἰκία] καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη», ΚΔ.γ. «τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν», Πολ.δ. «ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων», Πλάτ.)2. μτφ. ταπείνωση, κατάπτωση, ύφεση (α. «σημειώθηκε καταφανής πτώση τού ηθικού» β. «πτῶσιν τῆς ψυχῆς», Ζήν.)3. γραμμ. κατηγορία τών κλιτών λέξεων και, ειδικότερα, τών ονομάτων, που δηλώνει τον συντακτικό ρόλο τών λέξεων αυτών μέσα στην πρόταση («η αρχαία Ελληνική έχει πέντε πτώσεις»)νεοελλ.1. (για πόλη, οχυρό κ.λπ.) άλωση, εκπόρθηση («η πτώση τής Βαρσοβίας»)2. απώλεια τής υψηλής θέσης που κατείχε κάποιος, παραίτηση ή καθαίρεση από αξίωμα, έκπτωση (α. «η πτώση τής κυβέρνησης είναι βέβαιη» β. «η πτώση τών Αμβούργων»)3. μείωση, ελάττωση, κάθοδος (α. «πτώση τών τιμών» β. «πτώση τής θερμοκρασίας» γ. «πτώση τού δολαρίου» δ. «πτώση τών ενοικίων»)4. αστρον. η μετατόπιση ενός διαστημοπλοίου στο μεσοαστρικό διάστημα με σταθερή ταχύτητα, όταν οι προωθητικοί πύραυλοι έχουν παύσει να λειτουργούν5. ιατρ. μετατόπιση προς τα κάτω, κάθοδος ενός οργάνου από τη φυσιολογική του θέση λόγω χαλαρώσεως τών μυοσυνδεσμικών στοιχείων που τό συγκρατούν (α. «πτώση νεφρού» β. «πτώση τής μήτρας»)6. φυσ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα υπό την επίδραση τού βάρους του7. μουσ. καταληκτική μορφή αρμονικών διαδοχών που σηματοδοτεί το τέλος ολόκληρης ή μισής μουσικής φράσης, τμήματος ή ολόκληρης μουσικής σύνθεσης8. φρ. α) «ελεύθερη πτώση» i) φυσ. φαινόμενο τής μηχανικής σύμφωνα με το οποίο ένα σώμα κινείται ελεύθερα κατά ορισμένο τρόπο λόγω τής επίδρασης τής βαρύτηταςii) (αερον.) η φάση τής πτώσης ενός αλεξιπτωτιστή, η οποία αρχίζει τη στιγμή που αυτός εγκαταλείπει το αεροπλάνο και τελειώνει τη στιγμή που ανοίγει το αλεξίπτωτοβ) «πτώση τάσης»(ηλεκτρολ.) η διαφορά δυναμικού η οποία παρατηρείται στα άκρα ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- τού πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν τής δισύλλαβης ρίζας πετᾱ-, βλ, λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -σις].
Dictionary of Greek. 2013.